- Συρίων
- Σύριοςoffem gen plΣύριοςofmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Συριῶν — Σῡριῶν , Σῦρος a Syrian fem gen pl (epic) Συρία Syrian fem gen pl Συρίζω speak like a Syrian fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συριῶν — συρία garment fem gen pl σῡριῶν , συρίζω Bis Acc. fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρίων — σῠρίων , σύρω draw fut part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… … Dictionary of Greek
Γιάφα — (Yafa). Πόλη (348.100 κάτ. το 1999) του Ισραήλ. Βρίσκεται σε ακρωτήριο με στρατηγική θέση στη Μεσόγειο και αναφέρεται για πρώτη φορά σε αιγυπτιακά κείμενα του 16ου αι. π.Χ. Παλαιότερα γραφόταν Γιάφφα. Γνώρισε διαδοχικά την κατοχή των Αιγυπτίων,… … Dictionary of Greek
Γωβρύας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ασσύριος αξιωματούχος (6ος αι. π.Χ.). Βοήθησε τον βασιλιά των Περσών Κύρο να καταλάβει τη Βαβυλώνα το 538 π.Χ. Ως ανταμοιβή ονομάστηκε σατράπης της Βαβυλωνίας. 2. Πέρσης αξιωματούχος (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek